ξεγδικιώνω

ξεγδικιώνω
και εξεγδικιώνω και ξεδικαιώνω και ξεδικιώνω (Μ ξεγδικιώνω και ἐξεδικιώνω και ξεγδικαιώνω και ξεγδικώνω και ξεκδικιώνω)
1. παίρνω εκδίκηση για κάποιον ή για κάτι, εκδικούμαι
2. τιμωρώ κάποιον αποδίδοντας δικαιοσύνη
νεοελλ.
(το μέσ.) ξεγδικιώνομαι
(για τη δικαιοσύνη) εφαρμόζομαι, αποδίδομαι
μσν.
δικαιώνω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εγδικιώνω, με σίγηση τού αρκτ. -ε- (βλ. και λ. ξ[ε]- με επιτ. σημ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεγδίκιωμα — και ξεγδίκωμα, τὸ (Μ) [ξεγδικιώνω] η εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • ξεγδικιωμός — και ξεγδικωμός, ὁ (Μ) [ξεγδικιώνω] ξεγδίκιωμα* …   Dictionary of Greek

  • ξεγδικιωτικός — ξεγδικιωτικός, ή, όν (Μ) [ξεγδικιώνω] αυτός που εκδικείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”